αθέατος

αθέατος
-η, -ο (Α ἀθέατος, -ον) [θεῶμαι]
αυτός που δεν θεάθηκε ή δεν είναι δυνατόν να θεαθεί, μη θεατός, αόρατος, μυστικός, κρυφός
αρχ.
αυτός που δεν βλέπει κάτι, ο τυφλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθέατος — η, ο αυτός που δε φαίνεται, αόρατος: Αθέατος τα είχε παρακολουθήσει όλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθέατος — ἀθέᾱτος , ἀθέατος unseen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՏԵՍ — (ի, աց.) NBH 1 0245 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. որ եւ ԱՆՏԵՍԱՆԵԼԻ. ἁόρατος, ἁθέατος , ἁθεώρητος invisibilis, inconspicabilis, incomprehensibilis Աներեւոյթ. որ ոչն տեսանի զգալի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀθεάτως — ἀθεά̱τως , ἀθέατος unseen adverbial ἀθεά̱τως , ἀθέατος unseen masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέατον — ἀθέᾱτον , ἀθέατος unseen masc/fem acc sg ἀθέᾱτον , ἀθέατος unseen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Giannis Markopoulos — Jannis Markopoulos (griechisch Γιάννης Μαρκόπουλος, * 18. März 1939 in Heraklion, Kreta, Griechenland) ist ein kretisch griechischer Komponist und Sänger. Leben Der bedeutende griechische Komponist Markopoulos verbrachte seine Jugend in… …   Deutsch Wikipedia

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • άοπτος — ἄοπτος, ον (Α) αόρατος, αθέατος …   Dictionary of Greek

  • άσκοπος — (I) η, ο (AM ἄσκοπος, ον) [σκοπώ ( έω)] 1. ο χωρίς σκοπό, ο ανώφελος 2. ο απερίσκεπτος, ο απρόσεκτος αρχ. 1. ο αθέατος, ο αόρατος 2. ο απροσδόκητος 3. ο ατελείωτος, αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί. (II) ἄσκοπος, ον (Α) [σκοπός]… …   Dictionary of Greek

  • αδερκής — ἀδερκής, ές (Μ) [δέρκομαι] ο αόρατος, αθέατος, άφαντος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”